- δραματοποιώ
- δραματοποίησα, δραματοποιήθηκα, δραματοποιημένος1. γράφω δράματα ή διασκευάζω μύθους ή άλλες υποθέσεις σε δράματα: Δραματοποίησε τη ζωή ενός διάσημου ποιητή.2. δίνω σε κάποιο γεγονός δραματική, τραγική μορφή: Μη δραματοποιείς την κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.