δραματοποιώ

δραματοποιώ
δραματοποίησα, δραματοποιήθηκα, δραματοποιημένος
1. γράφω δράματα ή διασκευάζω μύθους ή άλλες υποθέσεις σε δράματα: Δραματοποίησε τη ζωή ενός διάσημου ποιητή.
2. δίνω σε κάποιο γεγονός δραματική, τραγική μορφή: Μη δραματοποιείς την κατάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δραματοποιώ — δραματοποιώ, δραματοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δραματοποιώ — (Α δραματοποιῶ) 1. διασκευάζω μύθο ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση σε δράμα 2. δίνω δραματική (διαλογική) μορφή σε λογοτεχνικό έργο νεοελλ. παρουσιάζω κάποιο γεγονός πολύ σοβαρότερο απ ό,τι πραγματικά είναι («μη δραματοποιείς την κατάσταση») …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • δραματουργώ — ( έω) (Α δραματουργῶ) δραματοποιώ αρχ. 1. παριστάνω στη σκηνή 2. εφευρίσκω, κατασκευάζω 3. μηχανεύομαι 4. παρουσιάζω δράμα στο θέατρο …   Dictionary of Greek

  • προσωποποιώ — προσωποποιῶ, έω, Ν ΜΑ [προσωποποιός) εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση αρχ. 1. μεσ. προσωποποιοῡμαι, έομαι ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο 2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» δραματοποιώ έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”